τερατείαν

τερατείαν
τερατείᾱν , τερατεία
talking marvels
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερατεία — ἡ, Α [τερατεύομαι] 1. αφήγηση τερατωδών, θαυμαστών και αλλόκοτων συμβάντων, τερατολογία (α. «νοῡν ἡμῑν παρέχουσι καὶ τερατείαν», Αριστοφ. β. «ουδὲ τοὺς τερατείας καὶ ψευδολογίας μεστούς», Ισοκρ.) 2. φανταστική ιστορία, παραμύθι 3. μαντική 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”